-
1 καταπολεμεω
1) покорять военной силой, побеждать на войне, завоевывать(τέν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς ἐναντίους Arst.; τοὺς Ἀθηναίους Plut. - ср. 2; δόξαν ἥ πόλις ἔσχε μήποτ΄ ἂν καταπολεμηθῆναι Plat.)
2) вести войну, воеватьτοὺς Ἀθηναίους κ. Thuc. — воевать против афинян (ср. 1);
ἄλλοις καταπολεμῶν ἐκράτησε Plut. — воюя с остальными (галлами, Цезарь) вышел победителем3) истощать войной(τέν πόλιν Thuc.)
-
2 αλκιμος
мужественный, храбрый, отважный(ἦτορ Hom., Pind.; Διὸς υἱός Pind., Hes., Soph., Theocr.; μάχη Eur.; νεανίαι Plut.; πρὸς τοὺς ἐναντίους Xen.)
πάλαι ποτ΄ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι погов. Arph. — в старину и милетцы были храбрецами ( о былом величии) -
3 διαλεγω
[λέγω II]1) выбирать, отбирать(τῆς στρατιῆς τινας Her.)
2) разбирать, отделять друг от друга(κριθὰς καὴ πυροὺς καὴ ὄσπρια Xen.; τοὺς ἐναντίους λόγους Dem.; τῆς κατασκευῆς τὰ πολυτελέστατα καὴ τὰ δυνατὰ κομίζεσθαι Polyb.)
3) отличать друг от друга, различать(τά ὑγιῆ καὴ τὰ μή Plat.)
4) классифицировать(κατὰ γένη τὰ πράγματα Xen.)
5) проделывать, просверливать, по друг. выискивать(τέν ὀπήν Arph.)
-
4 επαγωγη
ἥ1) привоз, доставка(τῶν ἐπιτηδείων Thuc.)
2) (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи(ἀναπνοέ καὴ ἐ. Arst.)
3) приведение4) привлечение (на свою сторону, на помощь)(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. — способы привлечения к себе союзников5) наступление, нападение(αἱ ἐπὴ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.)
6) заманивание (в ловушку), западня(τοῖς ἐχθροῖς Luc.)
7) вызывание подземных божеств, заклинание(ἐπαγωγαὴ ἢ ἐπῳδαί Plat.)
8) лог. (умо)заключение от частного к общему, индукция(ἥ ἐ. ἥ ἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.)
-
5 πιεζω
(fut. πιέσω, aor. ἐπίεσα; pass.: aor. ἐπιέσθην, pf. πεπίεσμαι)1) стискивать, сдавливать, сжимать(χειρὴ βραχίονα, ἐν δεσμοῖσί τινα Hom.)
ἐν τῷ παλαίειν πιεζόμενος Plut. — будучи стиснут (противником) во время борьбы2) нажимать, надавливатьπιεζόμενοι οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῦνται Xen. — под давлением тяжести пальмы выгибаются вверх;
3) напирать, теснить(τοὺς ἐναντίους Her.)
εἴ πη πιέζοιντο Thuc. — если бы (коркирцы) оказались в стесненном положении;π. τὸν Ἀναξαγόραν Plat. — опровергать (досл. ставить в трудное положение) Анаксагора4) притеснять, угнетать, мучить(λιμὸς πιέζει τινά Aesch.)
τὰς ἀμπέλους φυλάξομεν, ὥστε μέ αὐχμὸν πιέζειν Arph. — мы присмотрим за тем, чтобы засуха не губила виноградных лоз;πιεζόμενοι ταῖς εἰσφοραῖς Lys. — страдая от военных поборов5) подавлять, сдерживать(χόλον ἐν θυμῷ Pind.)
6) крепко держать, не упускать(ταῦρον Pind.)
7) не упускать из виду, внимательно рассматривать(τι Plat.)
-
6 προηγεομαι
идти впереди, быть ведущим, вести впередτὸ προηγούμενον στράτευμα Xen. — ведущий отряд, авангард;
π. τέν πρὸς τοὺς ἐναντίους (sc. ὁδόν) Xen. — вести на неприятеля;π. τῆς πομπῆς Polyb. — идти во главе процессии;ῥάβδοι καὴ πελέκεις ἑκάστῳ προηγεῖται Polyb. — перед каждым (римским сановником) несут пучки прутьев и секиры;ὅ προηγούμενος Plut. — предшествующий, предыдущий;τὰ προηγούμενα Polyb. — предпосылки, данные;τῇ τιμῇ π. ἀλλήλους NT. — быть предупредительными во взаимном уважении -
7 εναντίος
α, ον1) противный, противоположный;εναντία γνώμη — противоположное мнение;
εναντίαι βλέψεις — противоположные взгляды;
εναντία έννοια — противоположное значение;
2) неблагоприятный; встречный;εναντίος άνεμος — встречный ветер;
εν εναντία περιπτώσει — в противном случае;
κατ' εναντίαν διεύθυνσιν — в противоположном направлении;
εναντία ψήφος — голос против;
3) враждебный;οι εναντίοι (στρατοί) — противники;
μετέστη εις τούς εναντίους — он перешёл на сторону врага;
§ απ' εναντίας — или εξ εναντίας — и τό εναντίον — или τουναντίον — наоборот, напротив
См. также в других словарях:
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… … Dictionary of Greek
RUSSEUS — inter equorum colores, Graece πυῤῥὸς; potiûs quam rufus, Palladius, l. 4. c. 13. Colores (equorum) hi praecipui, badius, aureus, albineus, russus etc. Unde roux Gallicum. Reseum Isidorus perperam scribit Origin. l. 12. c. 1. Vide supra ubi de… … Hofmann J. Lexicon universale
προανασείω — Α [ἀνασείω] 1. ανασείω κάτι ενώπιον κάποιου απειλητικά («προανασείοντες τὰ ὅπλα καὶ καταπληττόμενοι τοὺς ἐναντίους», Διόδ.) 2. μτφ. αναταράσσω προηγουμένως («τοιούτοις λόγοις προανασείσας τὸν δῆμον... δύο νόμους εἰσέφερε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek